- χαλκανθίζω
- Α [χάλκανθον]1. έχω το χρώμα τού χαλκάνθου2. (για νερό ιαματ. πηγών) περιέχω θειικό χαλκό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκανθίζοντα — χαλκανθίζω resemble pres part act neut nom/voc/acc pl χαλκανθίζω resemble pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)